- αντιπειθαρχικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αντίθετος στην πειθαρχία: Το διάβημά του κρίθηκε αντιπειθαρχικό και τιμωρήθηκε γι' αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιπειθαρχικός — ή, ό αντίθετος με τους κανόνες της πειθαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πειθαρχικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 σε βασιλικό διάταγμα] … Dictionary of Greek